ταφή

ταφή
ταφή, ῆς, ἡ (θάπτω, cp. τάφος)
burial (Soph., Hdt.+; OGI 90, 32 [II B.C.]; PSI 328,2 and 5 [III B.C.]; PAmh 125, 1; PTebt 479 al.; LXX: TestJob 40:13; AssMos Fgm. k Denis p. 67; Philo, Mos. 2, 283; Jos., Bell. 4, 317, Ant. 6, 292; 9, 182; Ath. 22, 6) αἰτεῖν τὸ σῶμα πρὸς ταφήν ask for the corpse for burial GPt 2:3 (Diod S 10, 29, 1 ἵνα λάβῃ τὸ σῶμα εἰς ταφήν). δώσω τοὺς πονηροὺς ἀντὶ τῆς ταφῆς αὐτοῦ I will deliver up the wicked for his burial, i.e. for putting him in the grave (par. to θάνατος) 1 Cl 16:10 (Is 53:9).
burial-place (2 Ch 26:23 ἡ τ. τῶν βασιλέων; O. Joach 2, 2; 3, 2 al.; 18, 11 [I B.C.] ταφὴ ἰβίων καὶ ἱεράκων ͵α=‘a burial-place for 1,000 mummies of ibises and falcons’. In the sense ‘grave’ oft. Hdt. et al.; Dt 34:6; Mel., P. 71, 522) εἰς ταφὴν τοῖς ξένοις as a burial ground for strangers Mt 27:7.—DELG s.v. θάπτω. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ταφή — burial fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταφή — η, ΝΜΑ, και ταπή Α η τοποθέτηση νεκρού σώματος μέσα στη γη, μέσα σε τάφο, ενταφιασμός, θάψιμο (α. «στην ταφή σου με την πάχνη χύν η βρύση το νερό», Σολωμ. β. «αἱ γενεαὶ πᾱσαι ὕμνον τῇ ταφῇ σου προσφέρουσι, Χριστέ μου», Ακολ. Μ. Εβδομ. γ. «ταφῆς… …   Dictionary of Greek

  • ταφῇ — θάπτω honour with funeral rites aor subj pass 3rd sg ταφῆι , ταφεύς burier masc dat sg (epic ionic) ταφή burial fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταφή — η απόθεση νεκρού στο μνήμα, θάψιμο, ενταφιασμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ελλάδα - Ταφικά έθιμα αρχαιότητας — ΤΑΦΗ ΚΑΙ ΤΑΦΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Στοιχεία για τις ταφικές συνήθειες και πρακτικές του ανθρώπου υπάρχουν ήδη από την Παλαιολιθική εποχή, για τον άνθρωπο του Νεάντερταλ, σε σπήλαια της Ευρώπης και της Ασίας. Οι νεκροί ενταφιάζονταν σε διάφορες …   Dictionary of Greek

  • ταφῆι — ταφῇ , θάπτω honour with funeral rites aor subj pass 3rd sg ταφεύς burier masc dat sg (epic ionic) ταφῇ , ταφή burial fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταφαῖς — ταφή burial fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταφαῖσι — ταφή burial fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταφαί — ταφή burial fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταφήν — ταφή burial fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”